κιναίδων

κιναίδων
κίναιδος
catamite
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιναιδεία — κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι] 1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία 2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων …   Dictionary of Greek

  • κιναιδογράφος — κιναιδογράφος, ον (Α) αυτός που γράφει για ασελγείς πράξεις κιναίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”